ιαμβιζω

ιαμβιζω
    ἰαμβίζω
    преследовать ямбическими стихами, осмеивать в ямбах
    

(ἀλλήλους Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ιαμβιζω" в других словарях:

  • ἰαμβίζω — assail in iambics pres subj act 1st sg ἰαμβίζω assail in iambics pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιαμβίζω — ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) [ίαμβος] επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.) αρχ. μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβίζει — ἰαμβίζω assail in iambics pres ind mp 2nd sg ἰαμβίζω assail in iambics pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβίζουσι — ἰαμβίζω assail in iambics pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἰαμβίζω assail in iambics pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβίζειν — ἰαμβίζω assail in iambics pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβιζον — ἰ̱άμβιζον , ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd pl ἰ̱άμβιζον , ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 1st sg ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 1st sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβιζε — ἰ̱άμβιζε , ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd sg ἰαμβίζω assail in iambics pres imperat act 2nd sg ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ιαμβιάζω — ἰαμβιάζω (Α) [ίαμβος] ιαμβίζω* …   Dictionary of Greek

  • ιαμβισμός — ἰαμβισμός, ὁ (Μ) [ιαμβίζω] το να σατιρίζει κάποιος με ιάμβους …   Dictionary of Greek

  • ιαμβιστής — ἰαμβιστής, ὁ (Α) [ιαμβίζω] αυτός που έγραφε ή τραγουδούσε ιάμβους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»